- ανακαρώνω
- [ανάκαρο Ι]1. αναλαμβάνω, αποκτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι, συνέρχομαι2. δείχνομαι τολμηρός σε κάποιον, κάνω τον παλικαρά3. αυξάνομαι, αναπτύσσομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάκαρο — (I) το και ανάκαρα, η 1. σωματική δύναμη, αντοχή, κουράγιο 2. καλή ψυχική διάθεση, όρεξη 3. ησυχία, ευκαιρία 4. θάρρος, τόλμη, αντρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. ανάκαρο, το < ανάκαρα, η < ανακαρώνω αναλογικά προς το κάρα < καρώνω κατά το σχήμα πείνα… … Dictionary of Greek